- λευκοφλέγματος
- λευκοφλέγματος, -ον (Α)λευκοφλεγματίας*.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < φρ. λευκόν φλέγμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκοφλέγματος — suffering from white phlegm masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοφλέγματοι — λευκοφλέγματος suffering from white phlegm masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκόφλεγμος — λευκόφλεγμος, ον (Μ) λευκοφλέγματος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λευκοφλέγματος (πρβλ. αχρώματος: άχρωμος)] … Dictionary of Greek
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
λευκοφλεγματία — λευκοφλεγματία, ἡ (Α) [λευκοφλέγματος] είδος νόσου, η αρχή τής υδρωπικίας … Dictionary of Greek
λευκοφλεγματίας — λευκοφλεγματίας, ὁ (Α) [λευκοφλέγματος] 1. αυτός που πάσχει από λευκοφλεγματία* 2. λευκοφλεγματώδης* … Dictionary of Greek
λευκοφλεγματώ — λευκοφλεγματῶ, έω (Α) [λευκοφλέγματος] πάσχω από λευκοφλεγματία* … Dictionary of Greek
λευκοφλεγματώδης — λευκοφλεγματώδης, ῶδες (Α) [λευκοφλέγματος] αυτός που έχει προσβληθεί από λευκοφλεγματία* … Dictionary of Greek